-
1 Σικυώνα
-
2 Σικυῶνα
-
3 σικυώνα
-
4 σικυῶνα
-
5 Σικυών'
Σικυῶνα, Σικυώνcucumber-bed: fem acc sgΣικυῶνι, Σικυώνcucumber-bed: fem dat sgΣικυῶνε, Σικυώνcucumber-bed: fem nom /voc /acc dual -
6 Σικυῶν'
Σικυῶνα, Σικυώνcucumber-bed: fem acc sgΣικυῶνι, Σικυώνcucumber-bed: fem dat sgΣικυῶνε, Σικυώνcucumber-bed: fem nom /voc /acc dual -
7 σικυών'
σικυῶνα, σικυώνcucumber-bed: masc acc sgσικυῶνι, σικυώνcucumber-bed: masc dat sgσικυῶνε, σικυώνcucumber-bed: masc nom /voc /acc dual -
8 σικυῶν'
σικυῶνα, σικυώνcucumber-bed: masc acc sgσικυῶνι, σικυώνcucumber-bed: masc dat sgσικυῶνε, σικυώνcucumber-bed: masc nom /voc /acc dual -
9 μετάγω
Aμεταγείοχα PRyl.67.5
(ii B. C.): —convey from one place to another, transfer,τινὰ εἰς Βαβυλῶνα LXX 1 Es.1.45
, cf. Aristeas 12 ([voice] Pass.);τὴν ἐκκλησίαν εἰς Σικυῶνα Plb.5.1.9
; l.c.; (Peparethus, ii B. C.);τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας D.C.Fr.83.7
; escort, τινα SIG588.51 (Milet., ii B. C.): Medic., divert,τὰ ῥεύματα Gal.17(1).965
: metaph.,τοὺς πολίτας εἰς σωφρονεστέραν βίου τάξιν μ. Plu.2.225f
, cf. SIG 704E 12 (Delph., ii B. C.), Epict.Ench.33.3;ψυχὴν ἐπ' εὐφροσύνην AP10.77
(Pall.); seduce,τινὰς ἐς τὸ ἁβροδίαιτον Hdn.3.8.5
.4 [voice] Pass., to be borrowed,μετῆκται ἀπὸ τῶν ἐν γεωμετρίᾳ τὸ ὄνομα Iamb. in Nic.p.58
P.II intr., go by a different route, change one's course, X.Cyr.7.4.8. -
10 παραπλέω
παραπλέω, [dialect] Ion. [suff] παραπλευρ-πλώω Orph.A. 733, 1271: [dialect] Ep. [tense] aor. 2 παρέπλων (v. infr.):—A sail by or past, abs., οἴη δὴ κείνῃ γε παρέπλω.. Ἀργώ was the only ship that sailed through that way, Od.12.69, cf. X.An.5.1.11 ; ἐν χρῷ παραπλέοντες sailing close in, Th.2.84, cf. 90 ;π. παρὰ τὰς πρῴρας τῶν νεῶν Hdt.7.100
; π. τὴν Ἔφεσον sail past Ephesus, Act.Ap. 20.16.2 coast by or along,ὃς τῆς Ἀττικῆς ταῦτα μὴ -πέπλωκε Hdt.4.99
, cf. Isoc. 15.123 ;ἐς Σικυῶνα Th.1.111
;ἐνθένδε μὲν εἰς Σινώπην π., ἐκ Σινώπης δὲ εἰς Ἡράκλειαν X.An.5.6.10
, cf. D.35.31 ;ἐκεῖθεν X.HG5.4.61
; π. ἀπὸ κάλω, v. κάλως.3 metaph., π. τὰς συμφοράς sail past, escape them, Amphis 3.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπλέω
-
11 ὑποχωρέω
A- ήσομαι Luc.Tox. 11
:—go back, retire, withdraw, Il.6.107, 22.96; χώρησαν δ' ὑπό τε πρόμαχοι .. 4.505; ὑ. ἐς τὴν Σάμον, εἰς Σικυῶνα, Th.8.79, Is.6.20;πρὸς αἱμασιάν Th.4.43
;παρὰ Τισσαφέρνην Id.8.45
; freq. in part., ὑποχωρῶν ᾤχετο, ὑποχωρήσαντες φεύγουσι, Is.4.28, D.22.66; of a lion,βάδην ὑ. Arist.HA 629b14
; of long-horned kine,νέμεσθαι ὑποχωροῦντας Id.PA 659a20
; εἰς τὰ βαθέα ὑ., of eels, Id.HA 592a27, etc.2 c. gen., withdraw from,ὑ. τῆς χώρης Hdt.1.207
;ὑ. τοῦ πεδίου X.Cyr.2.4.24
;τοῦ βίου IG12(7).395.9
([place name] Amorgos): c. dat., gave way to,Pl.
R. 560a;τὸν ἥσσω τῷ κρατοῦντι ὑ. Th.1.77
; but ὑ. τῷ δαίμονι try to escape from.., Plu.Brut.40.b κἀκεῖνος ὑπεχώρησεν αὐτῷ τοῦ θρόνου he ([place name] Aeschylus) gave Sophocles a share of the throne, Ar.Ra. 790 (not surrendered it, which would be παρεχώρησεν) ; τοὺς πρεσβυτέρους ἐντρέπεσθαι.. ὁδῶν ὑποχωροῦντας making way for them on the streets (not ' retiring from the streets'), Plu.2.237d.3 c. acc., avoid, shun,μηδένα ὄχλον [νεῶν] Ἀθηναῖοι ὄντες ὑποχωρεῖν Th. 2.88
; so perh. to be taken in Il.13.476, μένεν.., οὐδ' ὑπεχώρει, Αἰνείαν ἐπιόντα; cf. Pl.Sph. 240a, D.H.6.93, Luc.Tox.36.II pass off below, esp. by way of stool,σάρκες Hp.Aph.4.26
, etc.;εἰ ταχέως ὑποχωρεῖ τῶν ὑποχονδρίων Gal.6.56
, cf. 253:—in [voice] Med., Hp.Aph. 7.67.III go on steadily, εἰρεσία ὑπεχώρησεν ἐκ παλαμᾶν the rowing went on, stroke after stroke, Pi.P.4.202.IV Ἡγέλοχος οὕτω προηνέγκατο (sc. γαλην ὁρῶ) ὥστε μὴ ὑποχωρῆσαι ἐκ τῆς συναλοιφῆς τὸ γαληνά, ἀλλὰ διαχωρῆσαι μᾶλλον, ὥστε δόξαι τὴν γαλῆν εἰπεῖν Sch.Ar.Ra. 305 (dub. sens.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποχωρέω
См. также в других словарях:
Σικυώνα — Ημιορεινός οικισμός (1.002 κάτ., υψόμ. 140 μ.), στην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ.). Βρίσκεται νότια και κοντά στο Κιάτο. Στην περιοχή της ήταν χτισμένη η ακρόπολη και η αρχαία πόλη Σικυών,… … Dictionary of Greek
Σικυώνα — η αρχαία πόλη στη βόρεια Πελοπόννησο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σικυῶνα — Σικυών cucumber bed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικυῶνα — σικυών cucumber bed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κροκιδάς, Σωτήριος — (Σικυώνα 1852 – Περιγιάλι Κορινθίας 1924). Νομομαθής και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία, όπου ειδικεύτηκε στο εμπορικό δίκαιο. Το 1880 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε υφηγητής του εμπορικού… … Dictionary of Greek
Σικυῶν' — Σικυῶνα , Σικυών cucumber bed fem acc sg Σικυῶνι , Σικυών cucumber bed fem dat sg Σικυῶνε , Σικυών cucumber bed fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικυῶν' — σικυῶνα , σικυών cucumber bed masc acc sg σικυῶνι , σικυών cucumber bed masc dat sg σικυῶνε , σικυών cucumber bed masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
καναχός — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Γλύπτης από τη Σικυώνα (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Το υπερφυσικού μεγέθους χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα, στο ιερό των Διδύμων της Μιλήτου, ήταν ένα από τα καλύτερα έργα του. Το άγαλμα μεταφέρθηκε… … Dictionary of Greek
Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek